- ἐνόπλια
- ἐνόπλιος'martial' rhythmneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενόπλιος — ἐνόπλιος, ον (AM) [ένοπλος] 1. ο ασχολούμενος ή αναφερόμενος στα όπλα («ἐνόπλιος ἐπιστήμη», Δίον. Αλ.) 2. ένοπλος, που διεξάγεται με όπλα (α. «ἐνόπλια παίζειν», Πίνδ. β. «πυρρίχη, ἡ ἐνόπλιος ὄρχησις», Ευστ.) αρχ. 1. μετρικός χρόνος που… … Dictionary of Greek
EMBATERIA — Graece Ε᾿μβατήρια, carmina dicta sunt Laconum ἐνόπλια qualia, Tyrtei, quae in proeliis concinere solebant. Iisdem et tibiae, et saltationes, quibus eadem fini utebantur, ἐμβατήριαι appellatae. Iul. Caes. Scalig. Poetic. l. 1. c. 18. et 20 … Hofmann J. Lexicon universale
παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… … Dictionary of Greek
χαλκώ — όω, Α [χαλκός] (ποιητ. τ.) 1. χαλκουργῶ* 2. παθ. χαλκοῡμαι, όομαι φορώ χάλκινη στολή («ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν», Πίνδ.) … Dictionary of Greek